ακτσές
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ακτσές | οι | ακτσέδες |
γενική | του | ακτσέ | των | ακτσέδων |
αιτιατική | τον | ακτσέ | τους | ακτσέδες |
κλητική | ακτσέ | ακτσέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτσές < (άμεσο δάνειο) τουρκική akçe < οθωμανική τουρκική آقچه (akça / akçe) < آق (ak, άσπρο) < πρωτοτουρκική *āk (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακτσές αρσενικό
- (παρωχημένο, οικονομία, νόμισμα) το τουρκικό νόμισμα άσπρο
- ※ Ο σούμπασης τῆς πόλης θὰ δίνει τὴ σφραγίδα στοὺς ἐμπόρους ποὺ μπαίνουν στὸ καράβι καὶ ἔναντι θὰ παίρνει ἕναν ἀκτσέ, ἐνῶ ὁ πλοίαρχος πληρώνει γι' αὐτὸ 10 ἀκτσέδες (Δελτίο Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, τόμ. 2, 1980, σελ. 134)
- ※ Τέσσαρα (δεκαέξ τω 1569-1612, δεκαεπτά το 1650) μανγκίρ απετέλουν έν ακτσέ (κατά λέξιν άσπρον, ή μάλλον άσπρειδερόν, διότι ήτον αργυρουν, καθώς και όλα τα κατόπιν): πέντε δε μανγκίρια εν Σσαχίν (Σκαρλάτος Βυζάντιος, Η Κωνσταντινούπολις, η περιγραφή τοπογραφική, αρχαιολογοική και ιστορική, τόμος Γ', 1869, σελ. 268 )
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ακτσές στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακτσές
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα οθωμανικά τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοτουρκική (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικονομία (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)