αλοιφαδόρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλοιφαδόρος αρσενικό
- (τεχνολογία) ηλεκτρικό περιστροφικό τριβείο με ειδική βούρτσα ή πανί για επάλειψη επιφανειών με αλοιφή, συνηθέστερα αμαξωμάτων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλοιφαδόρος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- αλοιφαδόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)