Μετάβαση στο περιεχόμενο

αλοιφαδόρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλοιφαδόρος οι αλοιφαδόροι
      γενική του αλοιφαδόρου των αλοιφαδόρων
    αιτιατική τον αλοιφαδόρο τους αλοιφαδόρους
     κλητική αλοιφαδόρε αλοιφαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλοιφαδόρος < αλοιφή + -αδόρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλοιφαδόρος αρσενικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • αλοιφαδόρος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)