αλσεούπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλσεούπολη < άλσος + πόλη, από το αγγλικό garden city • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
- Απόδοση του αγγλικού όρου (που επινόησε ο πολεοδόμος και μεταρρυθμιστής Εμπενήζερ Χάουαρντ, στα τέλη του 19ου αι.) στα ελληνικά από τον σοσιαλιστή Πλάτωνα Δρακούλη (η λέξη μαρτυρείται από το 1902)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλσεούπολη θηλυκό
- (πολεοδομία) αυτάρκης οικιστική μονάδα, που συνδυάζει τον αστικό - βιομηχανικό χαρακτήρα με την αγροτική ζωή, με αυξημένους χώρους πρασίνου, περιβαλλόμενη από γεωργική ζώνη
- ※ Η Εταιρεία αύτη [: η Garden City Association] περιλαμβάνει πλείστας εκ των διασημοτέρων προσωπικοτήτων του αγγλικού δημοσίου […] και σκοπός της είνε να κατορθώση την ανέξερσιν Αλσεουπόλεων, πόλεων δηλαδή αίτινες να συνδυάζωσι μονίμως και ασφαλώς τα θέλγητρα του σστικού βίου μετά των θελγήτρων του εξοχικού βίου […]
- Πλάτων Ε. Δρακούλης, «Αλσεουπόλεις», περ. Έρευνα Α΄:8 (Δεκ. 1902), όπως παρατίθεται στο ανθολόγιο: Παναγιώτης Νούτσος (επιμ.), Η σοσιαλιστική σκέψη στην Ελλάδα, από το 1875 ως το 1974, τόμ. Α΄ (Αθήνα: Εκδόσεις Γνώση, 1990, ISBN 9789602353967), σσ. 329-330
- ※ Η Εταιρεία αύτη [: η Garden City Association] περιλαμβάνει πλείστας εκ των διασημοτέρων προσωπικοτήτων του αγγλικού δημοσίου […] και σκοπός της είνε να κατορθώση την ανέξερσιν Αλσεουπόλεων, πόλεων δηλαδή αίτινες να συνδυάζωσι μονίμως και ασφαλώς τα θέλγητρα του σστικού βίου μετά των θελγήτρων του εξοχικού βίου […]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλσεούπολη