αλυκάριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλυκάριος οι αλυκάριοι
      γενική του αλυκάριου
αλυκαρίου
των αλυκάριων
αλυκαρίων
    αιτιατική τον αλυκάριο τους αλυκάριους
αλυκαρίους
     κλητική αλυκάριε αλυκάριοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αλυκάριος < μεσαιωνική ελληνική ἁλυκάριος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.liˈka.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λυ‐κά‐ριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλυκάριος αρσενικό

  • (επάγγελμα) ο εργαζόμενος σε αλυκή
    ※  Εξίσου κουραστική είναι και η δουλειά του αλυκάριου, που όμως κάθε μέρα έχει την ευκαιρία να αντικρίζει τα αλοπήγια (ή αλλιώς τηγάνια), δηλαδή τις απέραντες ισάδες των αλυκών Μεσολογγίου, τις οποίες βλέποντάς τες για πρώτη φορά νομίζεις ότι είσαι στην Αλάσκα.
    Ελευθερία Αλαβάνου, Mεσολόγγι: Εύθραστες ισορροπίες, Η Καθημερίνή, 05.11.2018
    ※  Εξέφρασε την επιθυμία – και το έπραξε – να δει από κοντά τους αλυκάριους, την ώρα ακριβώς που έκαναν την εξόρυξη του αλατιού.
    Αχιλλέας Ροδίτης, Όταν ο τ. Πρόεδρος πήρε το φτυάρι στο Μουσείο Άλατος στο Μεσολόγγι, Αχαϊκή Πολιτεία, 6.10.2022
    ※  Τις πολύτιµες νιφάδες αλατιού –αυτό το διάσηµο αλάτι των Κυθήρων– που ακόµα συλλέγουν ευλαβικά οι αλυκάριοι τεχνίτες µέσα από τους βράχους που αγκαλιάζουν τα θαλασσινά κύµατα.
    Τα Κύθηρα του Κυριάκου Μελά, Athens Voice, 19.07.2022

Μεταφράσεις[επεξεργασία]