αμοραλιστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμοραλιστής οι αμοραλιστές
      γενική του αμοραλιστή των αμοραλιστών
    αιτιατική τον αμοραλιστή τους αμοραλιστές
     κλητική αμοραλιστή αμοραλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμοραλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική amoraliste[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμοραλιστής αρσενικό

  • αυτός που δεν υπολογίζει ηθικούς φραγμούς μπροστά στην προσωπική κοινωνική άνοδο και οικονομική επιτυχία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]