αμπατζής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμπατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) ο κατασκευαστής ή ο πωλητής ρούχων από αμπά, χοντρό μάλλινο ύφασμα, τσόχα
- ↪Η δουλειά των αμπατζήδων ήταν να γυρνούν στα χωριά, να πουλάνε το ύφασμα από αμπά και συγχρόνως να ράβουν «αμπάδες», δηλαδή κάπες για αγρότες και βοσκούς.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Αμπατζήδικα (τοπωνύμιο)
- Αμπατζής (επώνυμο)
- → δείτε και τη λέξη αμπάς