αμπατζής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αμπατζής

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμπατζής οι αμπατζήδες
      γενική του αμπατζή των αμπατζήδων
    αιτιατική τον αμπατζή τους αμπατζήδες
     κλητική αμπατζή αμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αμπατζής < τουρκική abacı < aba (αμπάς)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αμπατζής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]