αναβόσβημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αναβόσβημα < αναβοσβήνω + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αναβόσβημα ουδέτερο
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αναβοσβήνω, ανάβω και σβήνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αναβόσβημα
|