ανακύρτωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακύρτωση οι ανακυρτώσεις
      γενική της ανακύρτωσης* των ανακυρτώσεων
    αιτιατική την ανακύρτωση τις ανακυρτώσεις
     κλητική ανακύρτωση ανακυρτώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανακυρτώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακύρτωση < ανακυρτώνω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανακύρτωση[1] θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. ανακύρτωσηΓεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας