αναρχοκουμούνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αναρχοκουμούνι | τα | αναρχοκουμούνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αναρχοκουμούνι | τα | αναρχοκουμούνια |
κλητική | αναρχοκουμούνι | αναρχοκουμούνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναρχοκουμούνι < αναρχ(ία) ή αναρχ(ικός) + -ο- + κουμούνι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναρχοκουμούνι ουδέτερο
- (πολιτική, ανεπίσημο): ο κομουνιστής είτε υβριστικά, είτε που εκδηλώνει βίαιη συμπεριφορά, (συνηθέστερα σε προφορικό λόγο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναρχοκουμούνι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)