ανθοδέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /an.θoˈðe.tis/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθοδέτης αρσενικό (θηλυκό ανθοδέτρια)
- (επάγγελμα) αυτός που φτιάχνει ανθοδέσμες
- αυτός που γνωρίζει και εφαρμόζει την τέχνη της ανθοδετικής
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ανθοδέσμη
- ανθοδετική
- ανθοδετικός
- → και δείτε τις λέξεις άνθος και δένω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθοδέτης
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -δέτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)