απαμίνωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαμίνωση | οι | απαμινώσεις |
γενική | της | απαμίνωσης | των | απαμινώσεων |
αιτιατική | την | απαμίνωση | τις | απαμινώσεις |
κλητική | απαμίνωση | απαμινώσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απαμίνωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απαμίνωση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία και το αποτέλεσμα του απαμινώνω
- αποικοδόμηση αμινοξέος είτε με οξείδωση, είτε με υδρόλυση
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
απαμίνωση στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απαμίνωση
|