απουσιολόγος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η απουσιολόγος οι απουσιολόγοι
      γενική του/της απουσιολόγου των απουσιολόγων
    αιτιατική τον/την απουσιολόγο τους/τις απουσιολόγους
     κλητική απουσιολόγε απουσιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απουσιολόγος < απουσί(α) + -ο- + -λόγος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απουσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό

  • μαθητής που του έχουν αναθέσει να καταγράφει τους συμμαθητές του που απουσιάζουν

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • εθιμικά ο απουσιολόγος είναι ο καλύτερος μαθητής του προηγούμενου έτους οπότε αναφέρεται ταυτόχρονα και στον καλύτερο μαθητή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]