απόλοιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απόλοιμος αρσενικό
- (παρωχημένο) (λόγιο) άνθρωπος που είχε πάθει ανοσία στην πανούκλα και προσέφερε τις υπηρεσίες του στην κοινότητα θάβοντας τους νεκρούς και περιθάλποντας τους ασθενείς
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- (λαϊκότροπο) (παρωχημένο) μόρτης,
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη λοιμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απόλοιμος
|