αραπίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αραπίνα | οι | αραπίνες |
γενική | της | αραπίνας | των | αραπίνων |
αιτιατική | την | αραπίνα | τις | αραπίνες |
κλητική | αραπίνα | αραπίνες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αραπίνα θηλυκό
- γυναίκα της μαύρης φυλής