αρμενιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρμενιστής αρσενικό
- (ναυτικός όρος) αυτός που γνωρίζει να χειρίζεται τα πανιά και τα σχοινιά ιστιοφόρου
- (παρωχημένο), επάγγελμα) ο ναύτης του ιστιοφόρου πλοίου
- σύγχρονη ειδικότητα ναυτών του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού
- (συνεκδοχικά) αυτός που ταξιδεύει αποκλειστικά με ανοιγμένα πανιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρμενιστής
|