αρμενόπουλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρμενόπουλο τα αρμενόπουλα
      γενική του αρμενόπουλου των αρμενόπουλων
    αιτιατική το αρμενόπουλο τα αρμενόπουλα
     κλητική αρμενόπουλο αρμενόπουλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρμενόπουλο < Αρμέν(ιος) + -όπουλο

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾ.meˈno.pu.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐με‐νό‐που‐λο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρμενόπουλο ουδέτερο

  • μικρό παιδί αρμενικής καταγωγής
    ※  Για τους βασανισμένους και πληγωμένους οθωμανούς Αρ­μένιους που επέζησαν της γενοκτονίας κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η οθωμανική συνθηκολόγηση το 1918 φάνηκε αρχικά να εγκαινιάζει μια ελπιδοφόρα περίοδο: η κυ­βέρνηση του σουλτάνου Μεχμέτ Στ' στην Κωνσταντινούπολη, εχθρική απέναντι στην Επιτροπή Ένωσης και Προόδου, υποσχέθηκε να δικαιώσει τους ‘θηριωδώς σφαγέντες Αρμενίους, τους εξορισθέντες Άραβες, τις χήρες και τα ορφανά’. Τα λόγια αυτά άρχισαν να μετατρέπονται σε έργα όταν η κυβέρνηση επέτρεψε στους χριστιανούς να επιστρέφουν στα σπίτια τους και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να γυρίσουν τα ορφανά Αρμενόπουλα στις κοινότητές τους.
    Robert Gerwarth, R., & Ugur Ümit Ungör, (2015). Αυτοκρατορική αποκάλυψη: η κατάρρευση της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής αυτοκρατορίας και η κυριαρχία της βίας στα διάδοχα κράτη. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, 32, 17-58.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • αρμενόπουλο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)