αρχαιοδίφης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αρχαιοδίφης αρσενικό
- (λόγιο) ο ερευνητής της αρχαιότητας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αρχαιοδιφικός
- → δείτε τις λέξεις αρχαίος και -δίφης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αρχαιοδίφης