αρχιθαλαμηπόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρχιθαλαμηπόλος < αρχι- + θαλαμηπόλος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çi.θa.la.miˈpo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χι‐θα‐λα‐μη‐πό‐λος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχιθαλαμηπόλος αρσενικό
- ο πρώτος τη τάξει θαλαμηπόλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχιθαλαμηπόλος
|