θαλαμηπόλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλαμηπόλος < ελληνιστική κοινή ὁ θαλαμηπόλος (ευνούχος καμαριέρης), αρχαία ελληνική ἡ θαλαμηπόλος (η υπηρέτρια της οικοδέσποινας)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /θa.la.miˈpo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θα‐λα‐μη‐πό‐λος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλαμηπόλος αρσενικό ή θηλυκό
- (ναυτικός όρος, επάγγελμα) το μέλος του προσωπικού που φροντίζει για τη καθαριότητα και την τακτοποίηση των δωματίων σε πλωτό μέσο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θαλαμηπόλος
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ θαλαμηπόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές[επεξεργασία]
- θαλαμηπόλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- θαλαμηπόλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | θαλαμηπόλος | οἱ/αἱ | θαλαμηπόλοι |
γενική | τοῦ/τῆς | θαλαμηπόλου | τῶν | θαλαμηπόλων |
δοτική | τῷ/τῇ | θαλαμηπόλῳ | τοῖς/ταῖς | θαλαμηπόλοις |
αιτιατική | τὸν/τὴν | θαλαμηπόλον | τοὺς/τὰς | θαλαμηπόλους |
κλητική ὦ! | θαλαμηπόλε | θαλαμηπόλοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θαλαμηπόλω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | θαλαμηπόλοιν | ||
Το αρσενικό, κυρίως στην ελληνιστική κοινή. | ||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «ἵππος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θαλαμηπόλος < θάλαμ(ος) + συνδετικό ένθημα -η- αντί του -ο- για αποφυγή της επανάληψης πολλών [o] [1] + -πόλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θαλαμηπόλος, -ου αρσενικό ή θηλυκό
- (θηλυκό)
- (επάγγελμα) καμαριέρα, υπηρέτρια
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 8 (στίχοι 7-9)
- αὐτὴ δ᾽ ἐς θάλαμον ἑὸν ἤϊε· δαῖε δέ οἱ πῦρ | γρηῢς Ἀπειραίη, θαλαμηπόλος Εὐρυμέδουσα, | τήν ποτ᾽ Ἀπείρηθεν νέες ἤγαγον ἀμφιέλισσαι·
- Τότε κι εκείνη βάδιζε στην κάμαρή της, όπου της είχε ανάψει | η Ευρυμέδουσα φωτιά· γερόντισσα θαλαμηπόλος, φερμένη | με καράβια ευέλικτα από την Απείρη,
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- αὐτὴ δ᾽ ἐς θάλαμον ἑὸν ἤϊε· δαῖε δέ οἱ πῦρ | γρηῢς Ἀπειραίη, θαλαμηπόλος Εὐρυμέδουσα, | τήν ποτ᾽ Ἀπείρηθεν νέες ἤγαγον ἀμφιέλισσαι·
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 23 (ψ. Ὀδυσσέως ὑπὸ Πηνελόπης ἀναγνωρισμός.), στίχ. 293 (στίχοι 293-295)
- τοῖσιν δ᾽ Εὐρυνόμη θαλαμηπόλος ἡγεμόνευεν | ἐρχομένοισι λέχοσδε, δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα· | ἐς θάλαμον δ᾽ ἀγαγοῦσα πάλιν κίεν.
- Η άλλη, που συγύριζε τον θάλαμό τους, η Ευρυνόμη, | στα χέρια της κρατώντας λαμπάδα από δαδί, | τους οδηγούσε τώρα στη συζυγική τους κλίνη.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- τοῖσιν δ᾽ Εὐρυνόμη θαλαμηπόλος ἡγεμόνευεν | ἐρχομένοισι λέχοσδε, δάος μετὰ χερσὶν ἔχουσα· | ἐς θάλαμον δ᾽ ἀγαγοῦσα πάλιν κίεν.
- ※ 8ος αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 7 (η. Ὀδυσσέως εἴσοδος πρὸς Ἀλκίνουν.), στίχ. 8 (στίχοι 7-9)
- ιέρεια της Κυβέλης
- (ως επίθετο) νυφικός, γαμήλιος
- (επάγγελμα) καμαριέρα, υπηρέτρια
- (αρσενικό)
- (σπάνια) γαμπρός
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1209 (1207-1209)
- ἰὼ κλεινὸν Οἰδίπου κάρα, | ᾧ μέγας λιμὴν | αὑτὸς ἤρκεσεν | παιδὶ καὶ πατρὶ | θαλαμηπόλῳ πεσεῖν,
- Ω, αλίμονό σου, Οιδίπου ξακουστέ, | που εσένα, το παιδί, | το ίδιο με τον πατέρα | λιμάνι φοβερό | σε χώρεσε, νυμφίος να πέσεις!
- Μετάφραση (1942): Ιωάννης Γρυπάρης @greek-language.gr
- ἰὼ κλεινὸν Οἰδίπου κάρα, | ᾧ μέγας λιμὴν | αὑτὸς ἤρκεσεν | παιδὶ καὶ πατρὶ | θαλαμηπόλῳ πεσεῖν,
- ※ 5ος↑ αιώνας ⌘ Σοφοκλῆς, Οἰδίπους Τύραννος, στίχ. 1209 (1207-1209)
- (ελληνιστική σημασία) ευνούχος της κρεβατοκάμαρας
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 30.2
- τῶν δὲ θαλαμηπόλων τις εὐνούχων, οἳ συνεαλώκεισαν ταῖς γυναιξίν, ἀποδρὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου καὶ πρὸς Δαρεῖον ἀφιππασάμενος, Τίρεως ὄνομα, φράζει τὸν θάνατον αὐτῷ τῆς γυναικός.
- Κάποιος από τους ευνούχους θαλαμηπόλους που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι μαζί με τις γυναίκες, Τίρεως στο όνομα, είχε δραπετεύσει από το στρατόπεδο και, φτάνοντας με άλογο στον Δαρείο, του ανακοίνωσε τον θάνατο της γυναίκας του.
- Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greek‑language.gr
- τῶν δὲ θαλαμηπόλων τις εὐνούχων, οἳ συνεαλώκεισαν ταῖς γυναιξίν, ἀποδρὰς ἐκ τοῦ στρατοπέδου καὶ πρὸς Δαρεῖον ἀφιππασάμενος, Τίρεως ὄνομα, φράζει τὸν θάνατον αὐτῷ τῆς γυναικός.
- ※ 1ος/2ος↓ αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Ἀλέξανδρος, 30.2
- (σπάνια) γαμπρός
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές[επεξεργασία]
- θαλαμηπόλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θαλαμηπόλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πόλος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' κοινού γένους (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -η- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πόλος (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επαγγέλματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από την Οδύσσεια (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Σοφοκλή (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Λήμματα με παραθέματα από τον Πλούταρχο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με πολλαπλά γένη και σημασίες (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)