αστασία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστασία οι αστασίες
      γενική της αστασίας των αστασιών
    αιτιατική την αστασία τις αστασίες
     κλητική αστασία αστασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστασία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστασία θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]