ασφαλειομεσίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασφαλειομεσίτης αρσενικό
- (νεολογισμός) κάποιος που ασχολείται με τις ασφάλειες και τα μεσιτικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφαλειομεσίτης
|