ατσιδισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατσιδισμός οι ατσιδισμοί
      γενική του ατσιδισμού των ατσιδισμών
    αιτιατική τον ατσιδισμό τους ατσιδισμούς
     κλητική ατσιδισμέ ατσιδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ατσιδισμός < ατσίδ(α) + -ισμός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.t͡si.ðiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐τσι‐δι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ατσιδισμός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]