αυτοερωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοερωτισμός αρσενικό
- (ψυχιατρική) το να ερωτεύεται κάποιος τον εαυτό του
- (κατ’ επέκταση) ναρκισσισμός, αυτοθαυμασμός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοερωτισμός
|