αυτοκινητόσπιτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκινητόσπιτο < αυτοκίνητο + -ο- + σπίτι + -ο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκινητόσπιτο ουδέτερο
- αυτοκίνητο που έχει και χώρο κατοίκησης
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκινητόσπιτο
|