αυτομετάγγιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτομετάγγιση | οι | αυτομεταγγίσεις |
γενική | της | αυτομετάγγισης* | των | αυτομεταγγίσεων |
αιτιατική | την | αυτομετάγγιση | τις | αυτομεταγγίσεις |
κλητική | αυτομετάγγιση | αυτομεταγγίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτομεταγγίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτομετάγγιση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτομετάγγιση