αυτοραδιογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυτοραδιογράφημα ουδέτερο
- (ιατρική) φωτογραφική πλάκα ραδιενεργών περιοχών σ΄ ένα ιστό που έχουν σημανθεί προηγουμένως με ραδιοϊσότοπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυτοραδιογράφημα