αυτοφροντίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοφροντίδα < αυτο- + φροντίδα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-care)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοφροντίδα θηλυκό
- η συνεπής φροντίδα του εαυτού μας, η συμμετοχή σε δραστηριότητες και η καλλιέργεια συνηθειών που μας αναζωογονούν σε τακτική βάση, ή αυτή η κατηγορία δραστηριοτήτων σαν σύνολο