αυτώνυμο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αυτώνυμο τα αυτώνυμα
      γενική του αυτωνύμου
αυτώνυμου
των αυτωνύμων
    αιτιατική το αυτώνυμο τα αυτώνυμα
     κλητική αυτώνυμο αυτώνυμα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτώνυμο < αυτός/αυτο-/αυτό-/αυτ- + -ώνυμο (<όνομα) < μεταφραστικό δάνειο απ' τ' αγγλικά: autonym[1][2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αυτώνυμο ουδέτερο

  1. το εγγενές όνομα
  2. (γλωσσολογία) όταν το σημαίνον, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι και το ίδιο το αντικείμενο της επικοινωνίας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]