αυχμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αυχμός | οι | αυχμοί |
γενική | του | αυχμού | των | αυχμών |
αιτιατική | τον | αυχμό | τους | αυχμούς |
κλητική | αυχμέ | αυχμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυχμός < αρχαία ελληνική αὐχμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυχμός αρσενικό
- (αρχαιοπρεπές) καιρικές συνθήκες που χαρακτηρίζονται από ζέστη, ανομβρία και ξηρασία
- (αρχαιοπρεπές, μεταφορικά) στεγνότητα, ξηρότητα, ξεραΐλα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυχμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αρχαιοπρεπείς όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)