αφίχθη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφίχθη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀφίχθη, 3ο πρόσωπο του αρχαιοπρεπούς αορίστου της καθαρεύουσας: ἀφίχθην < με βάση την αρχαία ελληνική ἀφικνοῦμαι < ἀφικνέομαι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈfi.xθi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φί‐χθη
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αφίχθη
- (λόγιο) γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής αορίστου (αφίχθην) του αφικνούμαι: έφτασε, έφτασε στον προορισμό του/της
Πηγές
[επεξεργασία]- δείτε ἀφικνέομαι#Σημειώσεις