αφρόγαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αφρόγαλο | τα | αφρόγαλα |
γενική | του | αφρόγαλου | των | αφρόγαλων |
αιτιατική | το | αφρόγαλο | τα | αφρόγαλα |
κλητική | αφρόγαλο | αφρόγαλα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφρόγαλο < (ελληνιστική κοινή) ἀφρόγαλα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈfɾo.ɣa.lo/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αφρόγαλο ουδέτερο
- (γαστρονομία) άλλη μορφή του αφρόγαλα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφρόγαλο
|