βάμμα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάμμα | τα | βάμματα |
γενική | του | βάμματος | των | βαμμάτων |
αιτιατική | το | βάμμα | τα | βάμματα |
κλητική | βάμμα | βάμματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάμμα < αρχαία ελληνική βάμμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάμμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βάμμα < βάπτω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βάμμα
- το υγρό στο οποίο βυθίζουμε κάτι