βαζάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαζάκι < υποκοριστικό του βάζο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαζάκι ουδέτερο
- μικρό βάζο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βάζο