βαλκανολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαλκανολογία < (άμεσο δάνειο) γερμανική Balkanologie[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /val.ka.no.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαλ‐κα‐νι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βαλκανολογία θηλυκό
- η εξέταση της ιστορίας και των πολιτικών προβλημάτων της βαλκανικής χερσονήσου
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαλκανολογία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ βαλκανολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)