βαλκανοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βαλκανοποιώ < (Χρειάζεται τεκμηρίωση…) (βαλκανιοποίηση) βαλκανο(ποίηση) + -ποιώ. Μορφολογικά αναλύεται σε Βαλκάν(ια) + -ο- + -ποιώ.
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /val.ka.no.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαλ‐κα‐νο‐ποι‐ώ
Ρήμα
[επεξεργασία]βαλκανοποιώ, αόρ.: βαλκανοποίησα, παθ.φωνή: βαλκανοποιούμαι, π.αόρ.: βαλκανοποιήθηκα, μτχ.π.π.: βαλκανοποιημένος
- (πολιτική, μειωτικό) κατακερματίζω ή διασπώ μια περιοχή σε μικρότερα κράτη ή περιοχές, που συχνά έχουν εχθρικές σχέσεις ή δεν συνεργάζονται μεταξύ τους
Συγγενικά
[επεξεργασία]- βαλκανοποιημένος
- βαλκανοποίηση
- → δείτε τις λέξεις Βαλκάνια και ποιώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαλκανοποιώ | βαλκανοποιούσα | θα βαλκανοποιώ | να βαλκανοποιώ | βαλκανοποιώντας | |
β' ενικ. | βαλκανοποιείς | βαλκανοποιούσες | θα βαλκανοποιείς | να βαλκανοποιείς | (βαλκανοποίει) | |
γ' ενικ. | βαλκανοποιεί | βαλκανοποιούσε | θα βαλκανοποιεί | να βαλκανοποιεί | ||
α' πληθ. | βαλκανοποιούμε | βαλκανοποιούσαμε | θα βαλκανοποιούμε | να βαλκανοποιούμε | ||
β' πληθ. | βαλκανοποιείτε | βαλκανοποιούσατε | θα βαλκανοποιείτε | να βαλκανοποιείτε | βαλκανοποιείτε | |
γ' πληθ. | βαλκανοποιούν(ε) | βαλκανοποιούσαν(ε) | θα βαλκανοποιούν(ε) | να βαλκανοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαλκανοποίησα | θα βαλκανοποιήσω | να βαλκανοποιήσω | βαλκανοποιήσει | ||
β' ενικ. | βαλκανοποίησες | θα βαλκανοποιήσεις | να βαλκανοποιήσεις | βαλκανοποίησε | ||
γ' ενικ. | βαλκανοποίησε | θα βαλκανοποιήσει | να βαλκανοποιήσει | |||
α' πληθ. | βαλκανοποιήσαμε | θα βαλκανοποιήσουμε | να βαλκανοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | βαλκανοποιήσατε | θα βαλκανοποιήσετε | να βαλκανοποιήσετε | βαλκανοποιήστε | ||
γ' πληθ. | βαλκανοποίησαν βαλκανοποιήσαν(ε) |
θα βαλκανοποιήσουν(ε) | να βαλκανοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαλκανοποιήσει | είχα βαλκανοποιήσει | θα έχω βαλκανοποιήσει | να έχω βαλκανοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαλκανοποιήσει | είχες βαλκανοποιήσει | θα έχεις βαλκανοποιήσει | να έχεις βαλκανοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαλκανοποιήσει | είχε βαλκανοποιήσει | θα έχει βαλκανοποιήσει | να έχει βαλκανοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαλκανοποιήσει | είχαμε βαλκανοποιήσει | θα έχουμε βαλκανοποιήσει | να έχουμε βαλκανοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαλκανοποιήσει | είχατε βαλκανοποιήσει | θα έχετε βαλκανοποιήσει | να έχετε βαλκανοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαλκανοποιήσει | είχαν βαλκανοποιήσει | θα έχουν βαλκανοποιήσει | να έχουν βαλκανοποιήσει |
|
- Παθητική φωνή → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαλκανοποιώ
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λέξεις με επίθημα -ποιώ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το «θεωρώ»
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)