βαλκανοποιημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
βαλκανοποιημένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος βαλκανοποιώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαλκανοποιημένος
|