βαλκανοποιημένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαλκανοποιημένος η βαλκανοποιημένη το βαλκανοποιημένο
      γενική του βαλκανοποιημένου της βαλκανοποιημένης του βαλκανοποιημένου
    αιτιατική τον βαλκανοποιημένο τη βαλκανοποιημένη το βαλκανοποιημένο
     κλητική βαλκανοποιημένε βαλκανοποιημένη βαλκανοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαλκανοποιημένοι οι βαλκανοποιημένες τα βαλκανοποιημένα
      γενική των βαλκανοποιημένων των βαλκανοποιημένων των βαλκανοποιημένων
    αιτιατική τους βαλκανοποιημένους τις βαλκανοποιημένες τα βαλκανοποιημένα
     κλητική βαλκανοποιημένοι βαλκανοποιημένες βαλκανοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Μετοχή[επεξεργασία]

βαλκανοποιημένος




Μεταφράσεις[επεξεργασία]