βαρυτήμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βαρυτήμετρο τα βαρυτήμετρα
      γενική του βαρυτήμετρου των βαρυτήμετρων
    αιτιατική το βαρυτήμετρο τα βαρυτήμετρα
     κλητική βαρυτήμετρο βαρυτήμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
βαρυτήμετρο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βαρυτήμετρο < βαρύτητα + μέτρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική gravimeter)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βαρυτήμετρο θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]