βεστιοπρατήριον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βεστιοπρατήριον < βεστιοπρά(της) + -τήριον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βεστιοπρατήριον ουδέτερο
- αγορά ενδυμάτων ή υφασμάτων, μπεζεστένι
- άλλες μορφές: βεστιοπρατεῖον
Συνώνυμα[επεξεργασία]
επίσης: αγορά υφασμάτων, κοσμημάτων
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε βέστα, βέστιον & βέστιον (ελληνιστική κοινή), vestis (λατινικά) και πρατήριος
Πηγές[επεξεργασία]
- βεστιοπρατήριον - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].