βεστιοπρατήριον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ βεστιοπρατήριον τὰ βεστιοπρατήρια
      γενική τοῦ βεστιοπρατηρίου τῶν βεστιοπρατηρίων
      δοτική τῷ βεστιοπρατηρί τοῖς βεστιοπρατηρίοις
    αιτιατική τὸ βεστιοπρατήριον τὰ βεστιοπρατήρια
     κλητική ! βεστιοπρατήριον βεστιοπρατήρια
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βεστιοπρατήριον < βεστιοπρά(της) + -τήριον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βεστιοπρατήριον ουδέτερο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

επίσης: αγορά υφασμάτων, κοσμημάτων

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε βέστα, βέστιον & βέστιον (ελληνιστική κοινή), vestis (λατινικά) και πρατήριος

Πηγές[επεξεργασία]