βηχαλάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βηχαλάκι | τα | βηχαλάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | βηχαλάκι | τα | βηχαλάκια |
κλητική | βηχαλάκι | βηχαλάκια | ||
όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βηχαλάκι < βήχας + υποκοριστικό επίθημα -αλάκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βηχαλάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του βήχας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βηχαλάκι