βιοξήρανση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιοξήρανση οι βιοξηράνσεις
      γενική της βιοξήρανσης των βιοξηράνσεων
    αιτιατική τη βιοξήρανση τις βιοξηράνσεις
     κλητική βιοξήρανση βιοξηράνσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοξήρανση < βιο- + ξήρανση

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vi.oˈksi.ɾan.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βι‐ο‐ξή‐ραν‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοξήρανση θηλυκό

  • (νεολογισμός) διαδικασία αφαίρεσης της υγρασίας από βιοδιασπώμενα υλικά απορριμάτων, με σκοπό τη μείωση του βάρους τους
    ※  Μην ανησυχείτε καθόλου, καθώς το ελληνικό κράτος σχεδιάζει 19 νέα εργοστάσια επεξεργασίας απορριμμάτων μέσω του εθνικού σχεδίου διαχείρισης. Μεταξύ τους τεράστιες μονάδες που όμοιές τους δεν θα υπάρχουν σε ολάκερο τον κόσμο, όπως το εργοστάσιο βιοξήρανσης στη Φυλή. (Παναγιώτης Μπουγάνης, Επενδύσεις 5 δισ. για τα σκουπίδια μέχρι το 2020, Ελευθεροτυπία, 7 Νοεμβρίου 2010)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr