βλαχοδήμαρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βλαχοδήμαρχος αρσενικό (θηλυκό: βλαχοδημαρχίνα)
- (μειωτικό) δήμαρχος σε μικρό χωριό που προβάλλεται ως σπουδαίος
- (κατ’ επέκταση) δήμαρχος με ξεπερασμένες αυταρχικές αντιλήψεις και συμπεριφορά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βλαχοδήμαρχος
|