βοϊδάμαξα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βοϊδάμαξα | οι | βοϊδάμαξες |
γενική | της | βοϊδάμαξας | — | |
αιτιατική | τη | βοϊδάμαξα | τις | βοϊδάμαξες |
κλητική | βοϊδάμαξα | βοϊδάμαξες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /voi̯ˈða.ma.ksa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βοϊδά‐μα‐ξα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βοϊδάμαξα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοϊδάμαξα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βοϊδ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)