βρέξιμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρέξιμο < μεσαιωνική ελληνική βρέξιμο < αρχαία ελληνική βρέχω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρέξιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του βρέχω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρέξιμο
|