βρίσιμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρίσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του βρίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρίσιμο
|
βρίσιμο ουδέτερο
|