βρομούσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βρομούσα | οι | βρομούσες |
γενική | της | βρομούσας | — | |
αιτιατική | τη | βρομούσα | τις | βρομούσες |
κλητική | βρομούσα | βρομούσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βρομούσα < μεσαιωνική ελληνική βρομούσα < βρομ(ώ) + -ούσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βρομούσα θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη βρομώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βρομούσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βρομούσα
|
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]βρομούσα
- α' ενικό του παρατατικού του ρήματος βρομάω
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ούσα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Έντομα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)