βυζοχαράδρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυζοχαράδρα < βυζ(ί) + -ο- + χαράδρα • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυζοχαράδρα θηλυκό
- (ανεπίσημο) η περιοχή ανάμεσα σε δυο γυναικεία στήθη
- ※ το κοίταγμα ήταν με έναν αθλητικό ψηλό τύπο, οπότε εγώ κοιτώ λίγο στη βυζοχαράδρα της, λίγο πριν φύγω ([1])
- ※ Ως πρώτο δείγμα επέλεξα να αναρτήσω φωτογραφίαν τινά, ήτις αποδεικνύει ότι ο γυναικείος ερωτισμός δύναται να υπερχειλίζει εκ του βλέμματος και μόνου, έστω κι αν δε φαίνεται η βυζοχαράδρα της εικονιζομένης ([2])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυζοχαράδρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανεπίσημοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)