Μετάβαση στο περιεχόμενο

γαστρίτιδα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γαστρίτιδα οι γαστρίτιδες
      γενική της γαστρίτιδας των γαστριτίδων
& γαστρίτιδων
    αιτιατική τη γαστρίτιδα τις γαστρίτιδες
     κλητική γαστρίτιδα γαστρίτιδες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαστρίτιδα < γαστήρ (γενική: γαστρ-ός) + -ίτιδα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαστρίτιδα θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]