γεωαντίκλινο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γεωαντίκλινο | τα | γεωαντίκλινα |
γενική | του | γεωαντίκλινου & γεωαντικλίνου |
των | γεωαντίκλινων & γεωαντικλίνων |
αιτιατική | το | γεωαντίκλινο | τα | γεωαντίκλινα |
κλητική | γεωαντίκλινο | γεωαντίκλινα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γεωαντίκλινο ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωαντίκλινο
|