γεωμέτρης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γεωμέτρης οι γεωμέτρες
      γενική του γεωμέτρη των γεωμετρών
    αιτιατική τον γεωμέτρη τους γεωμέτρες
     κλητική γεωμέτρη γεωμέτρες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωμέτρης < αρχαία ελληνική γεωμέτρης < γῆ και μετρέω-μετρῶ. Μορφολογικά αναλύεται σε γεω- + -μέτρης.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωμέτρης αρσενικό

  1. που ασχολείται με τη γεωμετρία
  2. (επάγγελμα) που μετρά τη γη, εκτάσεις της γης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]