γηροκόμηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γηροκόμηση | οι | γηροκομήσεις |
γενική | της | γηροκόμησης | των | γηροκομήσεων |
αιτιατική | τη | γηροκόμηση | τις | γηροκομήσεις |
κλητική | γηροκόμηση | γηροκομήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γηροκόμηση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα γηροκόμη(σις) + -ση < γηροκομώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γηροκόμηση θηλυκό
- η φροντίδα των γερόντων συνήθως από τα παιδιά τους αλλά συχνά και απο επαγγελματίες γηροκόμους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γηροκόμηση
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ση (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)